- γαμέτας
- γαμέτᾱς , γαμέτηςhusbandmasc acc plγαμέτᾱς , γαμέτηςhusbandmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαμετάς — γαμετά̱ς , γαμετή married woman fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
брачьница — БРАЧЬНИЦ|А (1*), Ѣ ( А) с. Супруга: И архиѥрѣи. и ди˫аконъ. и тѣхъ брачьницѣ. не подобаѥть приимати на исповѣданиѥ. [в поздн. сп. своѩ жены] (τὰς... γαμετάς) ПНЧ XIV, 42а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… … Dictionary of Greek